- γρυπότητα
- η (AM γρυπότης) [γρυπός]κυρτότητα, καμπυλότητα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
γρυπότητα — γρῡπότητα , γρυπότης hookedness fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γρυπός — ή, ό (ΑΜ γρυπός, ή, όν) 1. κυρτός, γαμψός 2. (για πρόσωπα) αυτός που έχει κυρτή μύτη αρχ. (ουδ. ως ουσ.) το γρυπόν η γρυπότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. Εάν θεωρηθεί ως πρωταρχικός ο τ. γρυπός, τότε το γρυψ θα είναι παραγωγό του, σχηματισμένο αναλογικά προς… … Dictionary of Greek